-
1 εισεχω
ион. ἐσέχω1) простираться, тянуться, доходить(ἥ διῶρυξ ἐσέχει ἐς τὸν ποταμόν Her.; κόλποι εἰσέχοντες ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης Plut.)
2) быть смежным3) входить, проникать(ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὅ ἥλιος Her.)
См. также в других словарях:
εισέχω — εἰσέχω (Α) 1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ 2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα») 3. είμαι κοίλος 4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον (στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό … Dictionary of Greek